- ψυχοφυσική
- η психофизика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοφυσική — Κλάδος της πειραματικής ψυχολογίας, που μελετά τις σχέσεις μεταξύ ψυχικής ζωής και φυσικού κόσμου και ιδιαίτερα μεταξύ αισθήματος και ερεθισμού. Ο όρος εισήχθη το 1860 από τον Γκούσταφ Τέοντορ Φέχνερ, τον ψυχολόγο που θεωρείται πατέρας της ψ. και … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
περίπνευμα — Όρος που χρησιμοποιείται από την απόκρυφη και θεοσοφική φιλολογία, για να δηλώσει μια υποτιθέμενη ψυχοφυσική πραγματικότητα, νοούμενη ως τρίτο συστατικό –παράλληλα με το πνεύμα ή ψυχή και το σώμα– της ανθρώπινης τονικότητας. Αντί του π.… … Dictionary of Greek
τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
ψυχομετρία — Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της… … Dictionary of Greek
ψυχοφυσικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ψυχικές δυνάμεις τού ανθρώπου σε συνδυασμό με τα φυσικά φαινόμενα 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχοφυσική 3. φρ. «ψυχοφυσικός νόμος τών Βέμπερ και Φέχνερ» νόμος που συνδέει την ένταση ενός υποκειμενικού… … Dictionary of Greek